-
1 δικεραιος
-
2 δικέραιος
δι-κέραιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικέραιος
-
3 δικέραιος
δι-κέραιος, mit zwei Hörnern, Spitzen -
4 δικέραιον
δικέραιοςtwohorned: masc /fem acc sgδικέραιοςtwohorned: neut nom /voc /acc sg -
5 δι-κέρατος
δι-κέρατος, = δικέραιος, Sp.
-
6 δί-ερως
-
7 στόρθυγξ
A point, spike, esp. tyne of a deer's horn, S.Fr.89.4; δικέραιος ς. AP6.111 (Antip.); tusk of a boar, Lyc.492; point or tongue of land, Id.761,865,1406; tag of hair, Com.Adesp.1152; = σαυρωτήρ, Sch.Il.13.443 (v.l. στρόφιγξ). (Cf. foreg.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόρθυγξ
-
8 δίερως
См. также в других словарях:
δικέραιον — δικέραιος twohorned masc/fem acc sg δικέραιος twohorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)